κερατωνία
Look at other dictionaries:
κερατωνία — κερατωνίᾱ , κερατωνία carob tree fem nom/voc/acc dual κερατωνίᾱ , κερατωνία carob tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατωνία — κερατωνία, ἡ (Α) το δέντρο κερατέα*, η χαρουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών κερατέα και κερωνία] … Dictionary of Greek
κερατωνίας — κερατωνίᾱς , κερατωνία carob tree fem acc pl κερατωνίᾱς , κερατωνία carob tree fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερωνία — η (Α κερωνία) (ιων. τ. του κερατωνία) το δέντρο χαρουπιά, ξυλοκερατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κερατωνία] … Dictionary of Greek
κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… … Dictionary of Greek